ἐμπρόθεσμος — within masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπρόθεσμος — η, ο (AM ἐμπρόθεσμος, ον) αυτός που γίνεται μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα, σε ορισμένη προθεσμία. (Επίρρ.) εμπροθέσμως, α μέσα στην ορισμένη προθεσμία, έγκαιρα … Dictionary of Greek
ἐμπροθέσμως — ἐμπρόθεσμος within adverbial ἐμπρόθεσμος within masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπρόθεσμον — ἐμπρόθεσμος within masc/fem acc sg ἐμπρόθεσμος within neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπροθέσμοις — ἐμπρόθεσμος within masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπροθέσμου — ἐμπρόθεσμος within masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπροθέσμους — ἐμπρόθεσμος within masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπροθέσμῳ — ἐμπρόθεσμος within masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπρόθεσμοι — ἐμπρόθεσμος within masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού … Dictionary of Greek